- σωληνισμός
- σωλην-ισμός, ὁ,A hollowing out like a pipe, Ruf. ap. Orib.49.26.5.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σωληνισμός — ὁ, Α [σωληνίζω] διάνοιξη σωληνοειδούς αυλακιού … Dictionary of Greek
σωληνισμοῖς — σωληνισμός hollowing out like a pipe masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωληνισμούς — σωληνισμός hollowing out like a pipe masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)